|
το маленькая куропатка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово маленькая куропатка? — περδικόπουλο как с (ново)греческого переводится слово περδικόπουλο? — маленькая куропатка — ανόργητος — αλμυρόγεως — κρεβάτι — συρματόπλεκτος — κενοσοφία — βυθός — άφρακτος — κωλοβαράω — εγγλεζόπουλο — χθόνιος — εξωκομματικός — ξεκάμνω — υποτονικός — αρτίδιον — λεφτά — επίτομος — πουστιά — κατειρωνεύομαι — αναπαυτικός — φιλάρπάγος — εμβρυοπλαστικός |
|||