|
гибнуть, искореняться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гибнуть? — ξερριζώνομαι как на (ново)греческом будет слово искореняться? — ξερριζώνομαι как с (ново)греческого переводится слово ξερριζώνομαι? — гибнуть, искореняться — ρητινόπισσα — λάθρα — μέτωρο — ενθυμίζω — ανυφαίνω — ακουστός — αλιάνιστος — αφομοιώνω — προέλευση — επινοηματικός — ορμήνεια — ρήγμα — ανεμορρούφουλας — αφιερωτικός — συνέχεια — πυρακτωμένος — εκλεκτικίστρια — στίφος — πλατσουλίζω — βαμβακόφυτος — χαρτωσιά |
|||