|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ξυλόκαρφο? — — αψιχάλιστος — καστελλάνος — μπεκροπίνω — καφεζυθεστιατόριο — παραχείμαση — δέτης — αυτοκαταστροφή — χαλυβώνω — αχυροκάλυβο — στυπόχαρτο — ομογραφικός — παπισμός — ενδοστρέφεια — δεκαοκτώ — ξελουριάζω — προεξοφλούμαι — βλεννογόνος — ομοιογενοποίηση — οξυοσφρησία — φτωχολάζαρος — παρέστιος |
|||