|
экстрактный; ~αί ουσίαι — экстрактные вещества #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово экстрактный? — εκχυλισματικός как с (ново)греческого переводится слово εκχυλισματικός? — экстрактный — δενδροτόμία — συσχετίζω — αγγλομάθεια — αδίψαστος — αρμόζων — περκνιάρης — μπλε — δέσμευση — μαινάδα — φυλλομετρώ — πυουρία — κοινό — σφύζω — εκσκαφέας — ξενοδοχοϋπάλληλος — αμαρτάνω — κιτρολέμονο — σταχυολόγημα — οινομαγειρείο — αποθηκοφύλακας — εκκριτικός |
|||