Новогреческий словарь
οξυδέρκεια
οξυδέρκεια
η
зоркость; проницательность
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
зоркость
? —
οξυδέρκεια
как на
(ново)греческом
будет слово
проницательность
? —
οξυδέρκεια
как с
(ново)греческого
переводится слово
οξυδέρκεια
? — зоркость, проницательность
#
(ново)греческий словарь
—
δεκαπενταπλάσιος
—
επιμελημένος
—
συλλαβισμός
—
φορμαλίνη
—
λαχανοπωλίτρια
—
νεκροθάφτης
—
μπακάλης
—
εξώφυλλο
—
ανεπίληπτος
—
κυνοφοβία
—
ευφλογιστία
—
λαϊκοδημοκρατικός
—
κορίτσαρος
—
υπερπληθυσμός
—
ευχολόγιον
—
βολιδοσκοπώ
—
λιποκιβώτιον
—
τεψί
—
αντικαταθλιπτικό
—
χόρτασα
—
ομόφωνα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,