Новогреческий словарь
κομπλιμεντάρισμα
κομπλιμεντάρισμα
το действие по гл. κομπλιμεντάρω;
любезничанье
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
любезничанье
? —
κομπλιμεντάρισμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
κομπλιμεντάρισμα
? — любезничанье
#
(ново)греческий словарь
—
κρίσιμος
—
ατλαζένιος
—
ωτορραγία
—
ατύχημα
—
ωραιότατα
—
ενδέτης
—
ηλεκτρίσιμος
—
εύρος
—
κακομούτσουνος
—
σκεπαστή
—
αζωτικός
—
ανευχάριστος
—
καταστρέφομαι
—
γιατάκι
—
ορύσσω
—
κοντογούνι
—
κατοικιό
—
μιλιταριστικός
—
μπάγκος
—
πρύμη
—
απόχρεμψη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве