κομπλιμεντάρισμα

формы словаβ
κομπλιμεντάρισμα
το действие по гл. κομπλιμεντάρω; любезничанье



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово любезничанье? — κομπλιμεντάρισμα
как с (ново)греческого переводится слово κομπλιμεντάρισμα? — любезничанье


εχθρεύομαιφαρμακοκινητικόςπανωφόρισελλουλόϊντμπριγιαντίνηγεροβοσκωεπιθεωρητήςιχνογράφοςεξαρχαΐζωνεκροτομίαατνώςαγγαρείακαμπανάρηςλαγοβυζάστραμαζώνωφωνοταινίαστεφανωμένηπλιατσικολογώροχαλητόζωηράδαταμπάνι




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit