Новогреческий словарь
παρατύπωμα
παρατύπωμα
το 1)
плохая печать
;
2)
опечатка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
плохая печать
? —
παρατύπωμα
как на
(ново)греческом
будет слово
опечатка
? —
παρατύπωμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
παρατύπωμα
? — плохая печать, опечатка
#
(ново)греческий словарь
—
ματρώνα
—
αζιμούθ
—
επιληψία
—
αναταραγμός
—
μεταξάδικο
—
αχνίζω
—
καλοπέραση
—
εκείθες
—
ακρόρριζο
—
ασύστατος
—
βλέψη
—
λέκ
—
δυναμικότητα
—
νεωλκώ
—
ανύχτωτος
—
μενδρεσές
—
ανανδρία
—
ευκολοάναφτος
—
βουλωτής
—
οψικευόμενος
—
λάπαθο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω