|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οντολογικά? — — διφθερίτιδα — ποδόφρενο — εθνικοσοσιαλίστρια — μηχανεύομαι — προεξοφλώ — Φώτης — δρεβενίτσα — αυτουργία — αντιμεταδίδω — σαγονιά — οπισθογεμής — περισπάω — τσαγκαροδευτέρα — αξέφευγος — κουτάλα — σοκολατένιος — κατατρέχω — γειτνιάζω — ψευδαδάμας — πυρακτωμένος — υπερένταση |
|||