|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ελισσόμενος? — — πατατοσαλάτα — βεσέ — εργοδότρια — αποφύομαι — κερασύς — ευθυκρισία — μαντύα — αερόδαρτος — θωπευτικώς — αρκουδόβατο — αντιπροσωπεύων — λιγοζώητος — υπανδρεύω — ζουρλομανδύας — αψίκορος — ψευδοσοφία — καλίγωμα — σχάζω — ανακρίνων — εντούτοις — βλακόμουτρο |
|||