|
το поводок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поводок? — λυτάρι как с (ново)греческого переводится слово λυτάρι? — поводок — ενώπιον — ξεκαμωμός — μηχανόλαδο — μασούριασμα — εμβολοειδής — χαλκώδες — αστέγνωτος — φθορισμός — άνηλα — αεροσταθμώ — οφθαλμόλουτρο — εγκατάσταση — μετζήτι — παροξύτονος — ρωσοτουρκικός — φυσαλίδα — άπυρος — μεθοδολογία — πτόλεμος — ορμητήριο — λαιμός |
|||