|
ο тот(__,__) кто сажает растения #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тот, кто сажает растения? — φυτευτής как с (ново)греческого переводится слово φυτευτής? — тот, кто сажает растения — ανάσβολος — σύγκρυος — παρασκευαστήριο — υδρογονάνθρακας — ελικόμορφος — πρωτοπλασματικός — αλταϊκός — καμακώνω — λησμονιέμαι — ρατσίστρια — μεταξότριχα — ταχύτης — ευόδωση — ροπαλάκι — αεριώδης — αμαξιτός — βρούβα — ανορωτιέμαι — δαντελλάς — όρμος — αχυρο- |
|||