|
ο муз. 1) играющий на тарелках; 2) ударник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово играющий на тарелках? — κυμβαλιστής как на (ново)греческом будет слово ударник? — κυμβαλιστής как с (ново)греческого переводится слово κυμβαλιστής? — играющий на тарелках, ударник — θρομβοφλεβίτιδα — εμείς — χρεοπίστωση — αμεριμνώ — αναγέννηση — καμαρώ — γρανιτικός — μεταφορικό — δεκαπεντάκις — αμύλα — αναπλαστικός — αλιεία — δικάσιμος — βρωμόγρια — εμβρυοθύλακος — μίλτινος — μελισσοκόφινο — εναποθήκευση — δικάζομαι — πλάτυνση — ριζοσπάστρια |
|||