|
η патронташ, сумка для патронов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово патронташ? — παλάσκα как на (ново)греческом будет слово сумка для патронов? — παλάσκα как с (ново)греческого переводится слово παλάσκα? — патронташ, сумка для патронов — λιανοτρέμω — δεματολογα — διαφεντευτής — μανδήλιον — έκραξα — αρθριτισμός — ασυμπάθιστος — ασπρογαλάζιος — απολύτως — μουλτεζίμης — αμιγής — προειδοποιημένος — πρωτομηνιά — επισταμένος — βροχιάζω — κοντακιανός — απεράτης — πεταύρωση — γεφυρωμένος — απαιτητικότητα — κορφιάς |
|||