|
η патронташ, сумка для патронов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово патронташ? — παλάσκα как на (ново)греческом будет слово сумка для патронов? — παλάσκα как с (ново)греческого переводится слово παλάσκα? — патронташ, сумка для патронов — γούμενος — ζουμπερέκι — αντικειμενοποιούμαι — πρόοψις — λεία — στραβομούτσουνος — μπιζελιά — ακριβοζυγιάζω — αδικοθανατισμένος — λαμπερός — αναπάρνητος — αποξηραντήριο — αποσταθεροποιητικά — μαχαίρα — αποβάλλομαι — προσευχή — ίκαρος — ώ — σπουδή — αυτοσχεδίαστος — εγκωμιαστικός |
|||