|
το 1) вилы; 2) дефиле #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вилы? — δικράνι как на (ново)греческом будет слово дефиле? — δικράνι как с (ново)греческого переводится слово δικράνι? — вилы, дефиле — ημιολία — εφοδιαστής — υψικάμινος — βλαστολόγία — επιλαρχία — σουβλακερί — αεροχείμαρρος — συνεταιρίζομαι — νεραντζάκι — απαράβλαπτος — δετηρία — διαγουμιστής — δοσοληψία — προμαχώ — μαονί — απομιμητικός — ηπατίτιδα — επιτακτικός — επίτροπος — εγχελυς — ολόψυχος |
|||