|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τελίτσες? — — βιβλιεμπόρια — δαιμονικό — τριζάτος — χτικιάρικος — ανάσυρτος — κατάστημα — δογματίζω — πτερούμαι — κεφαλώνω — πονόψυχος — αιρετικός — καταπάτημα — τράγεια — μαυραγορήτισσα — παιδιακήσιος — νομισματοδέκτης — συμπαρομαρτώ — ερωτολογώ — ακτινιδίνη — γεννοφάσκια — χωματουργός |
|||