Новогреческий словарь
δυσανάγνωστος
δυσανάγνωστ|ος
неразборчивый, неудобочитаемый
;
υπογραφή ~η — неразборчивая подпись
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
неразборчивый
? —
δυσανάγνωστος
как на
(ново)греческом
будет слово
неудобочитаемый
? —
δυσανάγνωστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
δυσανάγνωστος
? — неразборчивый, неудобочитаемый
#
(ново)греческий словарь
—
χηνάρι
—
γαριδοχορτόσουπα
—
κόντεμα
—
μοντέρνος
—
υδροκεφαλικός
—
ψηλαφητός
—
θρυλείται
—
μήλη
—
πατριαρχεύω
—
εγκαινιάζω
—
γκουάς
—
καιροσκοπώ
—
αποπυρηνικοποιώ
—
ορθοφροσύνη
—
αυτοδημιούργημα
—
ηρέμηση
—
καλλιγράφω
—
αποκοίμιμα
—
ρεφορμισμός
—
μεταλλουργία
—
συνολικώς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,