|
1) двухрядный; 2) в две шеренги, двухшерёножный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двухрядный? — δίστοιχος как на (ново)греческом будет слово в две шеренги? — δίστοιχος как на (ново)греческом будет слово двухшерёножный? — δίστοιχος как с (ново)греческого переводится слово δίστοιχος? — двухрядный, в две шеренги, двухшерёножный — γιατρίνα — αναγνωστικό — ανατιμώ — Λωτοφάγοι — αλληλοσυλλυπούμαι — επιδεκτικός — υπολήπτομαι — γιώτα — πλησιέστατος — ευκολοκυρίευτος — γάνιασμα — καλαμποκέλαιο — παρανομα — εγκαταλελειμμένος — κακόφερτος — λεβάντα — εξαφανισθέντες — τάλαντο — κούρδισμα — διόρραχο — κοντροπλακέ |
|||