|
даваемый; данный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово даваемый? — δοτός как на (ново)греческом будет слово данный? — δοτός как с (ново)греческого переводится слово δοτός? — даваемый, данный — γκιαούρης — ξορκίστρα — παραχορεύω — απολυταρχισμός — αστρίφωτος — τρελοπαντιέρα — υλικός — ελεκτικότητα — περιζώνω — πασάς — στολιδούμαι — ανακουφίζω — κρεμνώ — ταριχεύω — ατραγουδιστός — φυλάκισμα — επιτήδεια — σία — άγγελος — μακρολαίμης — στερεοστατική |
|||