|
предупредительный; ~ό σύνθημα (σινιάλο) — предупредительный сигнал #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово предупредительный? — προειδοποιητικός как с (ново)греческого переводится слово προειδοποιητικός? — предупредительный — δίστυλος — μασσάζ — κοπρίτισσα — μεταναστευτικός — συμποσιακός — συνελών — ταμιευτήρας — αγαλμάτιο — διαποτίζομαι — αβάκιον — πλαστοπροσωπία — ευθυγραμμώ — πεδίκλωμα — εύδροσος — διασφήνωσις — σάχλα — οστισδήποτε — φρενοκομείο — αρχοντογιός — βλησίδι — εξολίσθημα |
|||