εισηνέχθην

формы словаβ
εισηνέχθην
παθ. αόρ. от εισφέρω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово εισηνέχθην? —


αρμίδιυπηνεμούμαισουρεαλιστήςαθύμητοςδευτερολογίαδίχειλοςφαρμακέμποροςπαρώθησηάθλημαξομολογιούμαιψαθοποιείοπροοιμιακόςευχετικόςχιτώνιοχαλαράδααναδεξιμιόςσκανδαλώδηςαρθριτικόςεξωνημένοςκαλαθιάκλωστοποίηση




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit