|
παθ. αόρ. от εισφέρω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εισηνέχθην? — — αρμίδι — υπηνεμούμαι — σουρεαλιστής — αθύμητος — δευτερολογία — δίχειλος — φαρμακέμπορος — παρώθηση — άθλημα — ξομολογιούμαι — ψαθοποιείο — προοιμιακός — ευχετικός — χιτώνιο — χαλαράδα — αναδεξιμιός — σκανδαλώδης — αρθριτικός — εξωνημένος — καλαθιά — κλωστοποίηση |
|||