|
το 1) пуля; πέφτουν τά ~α σά βροχή — [phrase]пули сыплются градом[/phrase]; 2) мн.ч. деньги #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пуля? — βόλι как на (ново)греческом будет слово деньги? — βόλι как с (ново)греческого переводится слово βόλι? — пуля, деньги — ψοφοδεής — προσοσιαλιστικός — σύγκρατος — ενατένιση — κακοθυμία — αυτοδιδασκαλία — αερίσιμος — πρόσχαρος — αυτογνωμοσύνη — ειδικά — φιλτραρισμένος — καρκινοειδής — αναπληρώνω — κοβάλτιο — σκωληκοειδεκτομή — φυλλοβολή — αχυροκάλυβο — επαγγελματίας — δασοφύλακας — τεταγμένη — σπειρί |
|||