|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τρίκροτο? — — παιχνιδιάρης — μοσχοκάρφι — ξιπάζομαι — ρυθμόμετρο — χρησμολογία — μουρτάτης — εμμηνοόπαυση — αγρός — κωμωδιογράφος — βρύω — ψυχοθεραπεύτρια — κοκκορέτσι — γονάτιο — εγκοχλίωση — άβουλα — τσικνώνω — σόντεκνος — στεγοποιός — πατινάδα — συνταρακτικά — πάνθηρ |
|||