|
длинноволосый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово длинноволосый? — μακρόκομος как с (ново)греческого переводится слово μακρόκομος? — длинноволосый — ιντερμέτζο — κάμπτομαι — επίκαυση — αρτοζαχαροπλάστης — ψαχουλευτά — Γιεκατερίνμπουργκ — φυγοπονία — ανυπόκριτος — σκορδόξιδο — τουμπεκί — διάφραξη — σφούγγισμα — καραβοτσακισμένος — αψιδωτός — τρίπτυχος — λιοτρίβης — Αμερικάνα — μολάρω — μανταλώνω — βλαστολογω — ξεσκαλίζω |
|||