|
приставка, означ. :; 1) сквозное действие: διασχίζω ; 2) распределение: διαμοιράζω ; 3) разделение: διαλύω ; 4) взаимность: διαλέγομαι ; 5) завершённость: διαπράττω, διαφθείρω ; 6) превосходство: διαπρέπω ; 7) разбрасывание, распыление: διασκορπίζω ; 8) различие: διαφωνώ ; 9) соперничество: διαγωνίζομαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δια-? — — αερογάμης — αγαλμάτινος — φαβοριτισμός — ακυρίευτος — στυφός — αρχιδούκισσα — στάνταρτ — μορφινίζω — στροβιλίζομαι — μότο — ανίκητος — οψιμότητα — ομοιοστασία — δωδεκάωρο — μαλλιοτράβηγμα — αφωνία — υψιτενής — πτερνιστήρας — μπινιάρης — αργαστηριάρης — βασανίζω |
|||