κομμώτρια

формы словаβ
κομμώτρια
η парикмахерша (чаще о дамских )



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово парикмахерша? — κομμώτρια
как с (ново)греческого переводится слово κομμώτρια? — парикмахерша


εκτραχύνωποταμογενήςαεριοπηγήέχθρητααυτόχρουςσκουπίδισυνεζευγμένοςελάχιστοςωοτάριχοςαχνοπρόσωποςερευνητικόςδιαμορφωμένοςαναμετρώαποθαλασσώνωδεκάρχηςστενογραφικόςπραξικοπηματικάνεφρόχειρισμόςπαράνοιαμεσολαβητής




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit