|
вулканический; ~ή πετρώματα — вулканические породы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вулканический? — εκρηξιγενής как с (ново)греческого переводится слово εκρηξιγενής? — вулканический — συνάφι — μονοατομικός — εξαρθρώνω — ισχιαδικός — ασπρογάλιασμα — αγκωνάρι — ελπιστός — γραφολογία — μορφασμός — γλυκαίνομαι — φωναχτός — κοκκινοσκούφα — εκκαθάριση — ορθοέπεια — εκτασίμετρον — καλογερόπαιδο — σκληρίζω — κακολόγος — διαβουκολώ — απρόσεκτος — δωδεκαπλούς |
|||