εκρηξιγεν|ής

формы словаβ
εκρηξιγεν|ής
вулканический;
          ~ή πετρώματα — вулканические породы



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово вулканический? — εκρηξιγενής
как с (ново)греческого переводится слово εκρηξιγενής? — вулканический


συνάφιμονοατομικόςεξαρθρώνωισχιαδικόςασπρογάλιασμααγκωνάριελπιστόςγραφολογίαμορφασμόςγλυκαίνομαιφωναχτόςκοκκινοσκούφαεκκαθάρισηορθοέπειαεκτασίμετρονκαλογερόπαιδοσκληρίζωκακολόγοςδιαβουκολώαπρόσεκτοςδωδεκαπλούς




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit