|
дрожать мелкой дрожью #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дрожать мелкой дрожью? — λιανοτρέμω как с (ново)греческого переводится слово λιανοτρέμω? — дрожать мелкой дрожью — δακτυλόδεικτος — καθισιά — καταλαγιάζω — εσχαρώδης — παραφωτίδος — επαδά — μποσικάδα — επαιτιώμαι — ζωοσπόριον — κανονισμός — ελαιόχρωμα — εισφορά — αλλέως — ισοβάθμιος — εθελοκωφώ — αυτοματική — οψάριον — υαλοφανής — ότου — υφαντήριο — σύνταχα |
|||