|
1) импровизированный; 2) самодельный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово импровизированный? — αυτοσχεδίαστος как на (ново)греческом будет слово самодельный? — αυτοσχεδίαστος как с (ново)греческого переводится слово αυτοσχεδίαστος? — импровизированный, самодельный — φουμαδόρος — λεπτομέρεια — απρόσκλητος — ιδρωτικός — βαυκαλίζω — αποσβολωμένος — ξίνισμα — σιναπέλαιο — παλληκαράκι — μαρμάρινος — οικοκύρης — καταιόνησις — βροντόλυρα — χρωννύω — τουφεκιά — νομομάθεια — αποκρυγαίνω — ασκίδι — ζηλεμένος — χιλιοειπωμένος — αθλητικός |
|||