|
το административные способности #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово административные способности? — διοικητικό как с (ново)греческого переводится слово διοικητικό? — административные способности — τερατολόγος — ισπανική — ζωοτροφή — χαρουπάλευρο — σταδιομετρία — ξέπλεκος — σκληροπυρηνικά — ομοιοκαταληξία — ανοσοβιολογικός — φευγάλα — ανάπιασμα — χρονοφωτογραφώ — υπολήπτομαι — αξιόχρεος — καλά — σπουργίτι — εύμολπος — τσαγκαρόσουβλο — διομολόγηση — ψευδοεπιστήμη — εκφωνημένος |
|||