|
το 1) местопребывание; 2) вид на жительство (для иностранцев) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово местопребывание? — διαμονητήριο как на (ново)греческом будет слово вид на жительство? — διαμονητήριο как с (ново)греческого переводится слово διαμονητήριο? — местопребывание, вид на жительство — ανεγνώριστος — ανυπόσταλτος — συνιδιοκτήτρια — ευεξάλειπτος — παρηγορώ — εντροπιάρης — αυτοτιτλοφορούμαι — απαρέσκω — μεγαλειοτάτη — αγωνιώ — θηλύκι — υπερχείλιση — οπωρικός — γραμμίστρια — συνενώνω — ακόνι — ανοιχτάρι — στατιστικός — αναποδογυρισιά — φλανέλλα — συντελω |
|||