Новогреческий словарь
τρείς
τρείς
τρία
три
;
είναι ~ — [phrase]их трое[/phrase]
;
πάμε οι ~ — [phrase]пошли втроём[/phrase]
;
===
~ κι' ο κούκος — [phrase]раз, два и обчёлся[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
три
? —
τρείς
как с
(ново)греческого
переводится слово
τρείς
? — три
#
(ново)греческий словарь
—
δικαίως
—
χρεωλυτικώς
—
δεντροφίδα
—
αποχρωματίζομαι
—
αποτραβηγμός
—
Γιουγκοσλάβος
—
ηδύποτο
—
υστεροπληγία
—
μετεωροσκόπηση
—
ταπεινοφροσύνη
—
κλαυτός
—
υπερετάω
—
ελαφρύνω
—
μονάχα
—
απότμηση
—
ηλεκτρικός
—
φελπεδέννος
—
ιδιάζων
—
γουργιάζω
—
αχειραφέτητος
—
ψάμμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве