Новогреческий словарь
φόλιζα
φόλιζα
η
лысуха
(птица)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лысуха
? —
φόλιζα
как с
(ново)греческого
переводится слово
φόλιζα
? — лысуха
#
(ново)греческий словарь
—
μόδι
—
απασσάλειφτος
—
οκτάχρονος
—
άστεγος
—
ενδοφλεβίτις
—
προσποίηση
—
νεραϊδογέννητος
—
πραγματοκρατικός
—
πολυτραυματίας
—
φυτρώνω
—
δυσκατάποτος
—
ταράζομαι
—
υπέργειος
—
αντιδωρεά
—
φουκαρατζίκος
—
ζαφειρόπετρα
—
γατσιάζω
—
ευκαρπία
—
άθροιση
—
αποτσακίζω
—
έγκλητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,