|
1) долговой; ~ή απόδειξη — долговая расписка; ~ά ομόλογα — долговые векселя; 2) фин. дебетовый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово долговой? — χρεωστικός как на (ново)греческом будет слово дебетовый? — χρεωστικός как с (ново)греческого переводится слово χρεωστικός? — долговой, дебетовый — μαγνητογράφος — θολούρα — ειρωνεία — δίκυρτος — εντριπτικός — ενέσιμος — χειροθεσία — λησμονιά — διάβαση — σουσουράδα — χηνώδης — ανθομυρίζω — μετεωρίζω — καθηγητικός — ανυπόθετος — ηγεμονεύω — προσνήωση — υποτρίζω — μαίευση — αχυρόπλεχτος — ανθρωποφαγία |
|||