Новогреческий словарь
σύγκαψα
σύγκαψα
αόρ. от συγκαίω (сжигать вместе)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
σύγκαψα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
γυψουργείο
—
βάβισμα
—
σκανιάζομαι
—
χρωστώ
—
βραβευμένος
—
φλομώνω
—
αλφαδογωνιά
—
καθυστερημένα
—
μοχθηρός
—
ανεκδοτολόγος
—
λωλαμάρα
—
επιψήφιση
—
ιστιοφορώ
—
δούκας
—
οινοποιός
—
αντισεισμικός
—
βενζινάροτρον
—
ξαφνισμός
—
γλαρίδα
—
συμπληρώνω
—
ξυπασμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве