|
αόρ. от συγκαίω (сжигать вместе) #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σύγκαψα? — — ανάμεσος — πορφυρένιος — κουράζομαι — ξοπίσου — πεταλοειδής — σπανακοτυρόπιτα — γαϊδουροκαθίζω — αριστοτεχνία — φιλοτεχνικός — προπαρασκευή — μυροπωλείο — μεροδουλεύτρα — παρεμβάλλομαι — τσιμπλού — έποικος — αεροθεραπεία — υποκρύπτομαι — πενταπλασιάζω — παστρεύω — ανείπωτος — πολυλογώ |
|||