|
идти пешком #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово идти пешком? — πεζοπορώ как с (ново)греческого переводится слово πεζοπορώ? — идти пешком — αψιχάλιστος — ζωγραφω — αποστράτευση — εκκαμινεύω — ευκολοβάσταχτος — στοιβάζω — αποβλητος — ασφαλτόστρωμα — σφετεριστής — κυματισμός — απονενοημένος — ζώγρησις — μάθος — ακτίδα — αλεξιβάσκανο — σπατάλη — θυροκόλληση — φωτογένεια — κάνναβις — ματσούκα — ιδρυτής |
|||