|
перен. полный; ~ σοφίας (ενθουσιασμού) — [phrase]он полон мудрости [/phrase] (энтузиазма) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полный? — έμπλεος как с (ново)греческого переводится слово έμπλεος? — полный — υποσήμανση — τρέλλα — ομολόγημα — καταζώστης — νετάρισμα — Μαυρογιώργος — ρινηλασία — απόβαθος — ομοιόμορφος — γόγγρος — ιερείον — αμπελώδης — εξπρεσσιονισμός — σκαλιστός — έξαρμα — βαρκαρόλλα — μιναρές — σκωληκοφαγωμένος — μασκαρεύω — δουλέμπορος — γραφτίκια |
|||