πλινθοκεραμοποιός

формы словаβ
πλινθοκεραμοποιός



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово πλινθοκεραμοποιός? —


συναρπαστικόςμελωμένοςλυκοτσάκολογραφείοχρυσωρύχοςγουβιάζωευμενώςμεγαθύμωςανάπλωτοςφαγάναγαργαρισμόςμελομανήςγαλατιέρακαμακίζωστελιάριαπλολογίαβραχύκορμοςασπρολίθιδισάκκιβοσκηματώδηςκαψύλλι




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit