|
раздеваться; γδύσου — раздевайся #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово раздеваться? — γδύνομαι как с (ново)греческого переводится слово γδύνομαι? — раздеваться — δεξιόστροφος — μαντινάδα — φορολογούμενος — όριο — τικτόμενος — χρήζω — χαλκογραφία — καλοχρονίζω — μοσχοπληρώνω — φεύγας — νεοαποικιοκρατία — μαγυαρικός — βιοτεχνικος — φερωνυμία — προσωκρατικός — περιφρονητικός — σενσουαλισμός — μπάκακας — αντάμισσα — σμιλάρι — κενολογώ |
|||