Новогреческий словарь
αμακατζίδικος
αμακατζίδικ|ος
доставшийся даром; дармовой
(разг.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
доставшийся даром
? —
αμακατζίδικος
как на
(ново)греческом
будет слово
дармовой
? —
αμακατζίδικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμακατζίδικος
? — доставшийся даром, дармовой
#
(ново)греческий словарь
—
συμφωνητικός
—
αξίνη
—
θωρακοβαρις
—
μπακιριό
—
αυτολεξεί
—
μύρτο
—
αντικέρ
—
αναπλάθω
—
πολυκάνδηλο
—
αμαυρότης
—
εξιχνιάζω
—
ινδόρνις
—
ξύνομαι
—
κάλαμος
—
κουτσομεσιάζω
—
κατεπανίκιον
—
αναλικνίζω
—
αύριο
—
κωλο-
—
λεπτολογικός
—
ξερνάω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,