|
το скорлупа грецкого ореха #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово скорлупа грецкого ореха? — καρυδότσουφλο как с (ново)греческого переводится слово καρυδότσουφλο? — скорлупа грецкого ореха — σκότος — χειράφετος — πρόφαση — εγκυμονώ — φλεβοτόμος — ξέβαμμα — συγχρονισμός — κρατάω — κατευθυντήριος — βιβλιοφιλία — προπαιδευτικός — χλωρότητα — έλλειψη — ψωμί — τρισμύριοι — μυρρέλαιο — παραφυλάσσω — διφθέρο — χρυσόστομος — σαλιγγάρι — αποσκιάζω |
|||