|
увенчанный цветами #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово увенчанный цветами? — ανθοστεφανωμένος как с (ново)греческого переводится слово ανθοστεφανωμένος? — увенчанный цветами — απορριξιμιό — ηλεκτρολύω — ανθυπομειδίαμα — πολυειδής — μέσοφρυς — μαξιλαροπόλεμος — μεσουράνηση — ξανακύλημα — απορριπτικός — σηπτικότητα — σκανδαλιάρης — κινέζικα — εαυτός — προαιρετικά — στρατός — βακχίδα — ρουμελιώτικος — αλατολόγος — δασύστερνος — αλίευμα — καταδυναστεύω |
|||