|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μαδαρίζω? — — βραδιαζομαι — αιτών — αρχαιογνωσία — ανέρρηξα — αιδώς — συνωμότρια — ιουδαϊκός — μύρτιλο — στοχαστής — πλημμέλεια — ξυλοστάτης — τροχοπέδη — σκουληκομερμηγκότρυπα — αποδιαλέγι — κοφφέα — ποινικά — διατοιχώ — ήπιος — εξακολουθητικός — βουτηχτός — φραμπουάζ |
|||