|
ο мор. двухпалубное судно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двухпалубное судно? — διπόντες как с (ново)греческого переводится слово διπόντες? — двухпалубное судно — σουβάς — ψιλόβροχο — λογοτριβή — κασκαρίκα — επταμηνία — λάγκεμα — πτωμαΐνη — οχεύω — δακρυσμένος — λεκιάζομαι — διμηνίτης — φαλτσοστέκα — παρασκευαστής — εξεζητημένος — αλατερό — εκείθες — υμάς — πριόνισμα — ζαχαρολέμονο — μονοφασικός — λουκέτο |
|||