|
ο мед. кретинизм #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кретинизм? — κρετινισμός как с (ново)греческого переводится слово κρετινισμός? — кретинизм — πελέκι — ανοσφρησία — αντιπροσαγόρευσις — μπελαλίδικος — τούρλωμα — σπαθί — άνηλα — γνωστικός — πόμολο — σεπτεμβριάτικος — διδασκάλισσα — αιμοδυναμική — στρεβλώνω — στρατοπεδεύω — γκαστρώνομαι — αμφιετηρίς — διλεττάντης — αδικοβγάλτισσα — βαθρακοταντανίζομαι — Σκώτος — χιλιοχρονίτικος |
|||