|
1) неудачливый, невезучий; 2) ленивый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неудачливый? — ανιπρόκοπος как на (ново)греческом будет слово невезучий? — ανιπρόκοπος как на (ново)греческом будет слово ленивый? — ανιπρόκοπος как с (ново)греческого переводится слово ανιπρόκοπος? — неудачливый, невезучий, ленивый — ξεκοτσάρισμα — ατρόμαχτος — κλωτσιά — ιεροκρατικός — τεντωτήρας — συρματόπλεγμα — δοκιμαστικά — διδασκαλία — απροετοιμασία — σφαλιαρώνω — διάγνωση — απόπτυσμα — άπλαστος — χρυσαυγής — γιουρούκης — ερυθροπύρωση — ρατσιστικός — εμμέθοδος — λιγοθυμώ — ανθοταξία — επόμενο |
|||