|
накрепко закрытый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово накрепко закрытый? — θεόκλειστος как с (ново)греческого переводится слово θεόκλειστος? — накрепко закрытый — υαλογραφία — συμμορίτικός — μυούμαι — ανομοιόσχημος — ρέπω — ερυθροκίτρινος — Ιλλυριός — τετράμηνος — φιλόπονος — αναπαλλοτρίωτο — δαφνόφυλλο — εκδικιέμαι — αργοπάτημα — προκατάληψη — κτηματολόγιο — κυπαρισσένιος — ξίφιον — άλκαλι — δαντελλού — δωδεκαήμερο — ακατάπιαστος |
|||