|
το 1) бильярд; 2) бильярдная #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бильярд? — σφαιριστήριο как на (ново)греческом будет слово бильярдная? — σφαιριστήριο как с (ново)греческого переводится слово σφαιριστήριο? — бильярд, бильярдная — παραλίμνιος — κουμπώνομαι — πυρήνας — τρίμορφος — ροώδης — στασιάρχης — σκαρτεύω — γλυτρωτής — ενεχυρόγραφον — χωρομέτρης — αμετάκλητα — γοργότητα — στρίφωμα — διάτα — διψερός — ξύστρο — ποντικοφάγωμα — συμβολιστής — βουλκανιζατέρ — νεολαίος — ακρωνυχία |
|||