Новогреческий словарь
σφαιριστήριο
σφαιριστήριο
το 1)
бильярд
;
2)
бильярдная
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
бильярд
? —
σφαιριστήριο
как на
(ново)греческом
будет слово
бильярдная
? —
σφαιριστήριο
как с
(ново)греческого
переводится слово
σφαιριστήριο
? — бильярд, бильярдная
#
(ново)греческий словарь
—
θερμάστρα
—
μονοπώληση
—
γέττο
—
φράξος
—
πανωσέντονο
—
λούσιμο
—
κρυφτός
—
ακοινοποίητος
—
πεσιμιστής
—
δίδραχμο
—
ποικιλμένος
—
σκιαγραφώ
—
γαλαξίας
—
αιθάλη
—
αναμάρτητος
—
κονικλοτρόφος
—
κόσμος
—
ειρήνη
—
βρέχομαι
—
μεταλλουργική
—
παρόπλισις
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве