|
(αόρ. απετάκην) плавить, расплавлять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плавить? — αποτήκω как на (ново)греческом будет слово расплавлять? — αποτήκω как с (ново)греческого переводится слово αποτήκω? — плавить, расплавлять — ετερόνομος — μαροκινός — γαστρίμαργος — καταμετρητικός — επανάληψη — μιλιταριστικός — ξεσκάλισμα — ναυαρχία — βοτάνιασμα — φωτομηχανικός — εικοσαήμερος — βορίζει — κορυφάς — βαμβακιά — βιολογικός — νυστάζω — αγωγιάτικα — εντοίχιση — σχεδίαση — τρυγόνα — αργοπατώ |
|||