Новогреческий словарь
αποτήκω
αποτήκω
(αόρ. απετάκην)
плавить, расплавлять
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
плавить
? —
αποτήκω
как на
(ново)греческом
будет слово
расплавлять
? —
αποτήκω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποτήκω
? — плавить, расплавлять
#
(ново)греческий словарь
—
εκλακτίζω
—
αυτοδίδακτος
—
εκβληστάνω
—
διαρρηκτικός
—
αντασπάζομαι
—
φαβισμός
—
αμαξάλογο
—
δωδεκαωρία
—
ξαφορμίζω
—
αχρειολόγος
—
ξαστοχώ
—
αισθητισμός
—
ενδελεχώς
—
ατυράγνιστος
—
εμπαθώς
—
δίθυρος
—
προχειρότητα
—
δικρανίζω
—
κεκηρυγμένος
—
δακρυοποιός
—
σουμπλιμές
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве