|
(-ήγος) ο свая #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово свая? — καταπήξ как с (ново)греческого переводится слово καταπήξ? — свая — σκυλοπνίχτρα — γκόλφι — καταρραχίς — ανακριτικός — παπί — καταφεύγω — βλεννορροϊκός — βουρλιά — κοινωνός — συναγωνιστής — λάμδα — δροσολογώ — εξαμμάτιση — παλλαϊκός — αρειμάνιος — αβέρτα — υδροστεγής — υπερρεαλιστικά — άφλεβος — ανακατάκτηση — πλευροκόπηση |
|||