|
1) на переносице; 2) крест-накрест #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово на переносице? — αντίσταυρα как на (ново)греческом будет слово крест-накрест? — αντίσταυρα как с (ново)греческого переводится слово αντίσταυρα? — на переносице, крест-накрест — μολυβδασφάλεια — υπέρλευκος — γιά — οξύρρυγχος — διαβατήριο — σκυφτός — ανίερα — εκτυπον — διαρρηγνύομαι — μπαουλάδικο — εξακρίβωση — αμαύλιστος — ζύγωμα — γερμανόπληκτος — παρουσιαστικό — αριστεύς — απολυμαντήριο — ασυντάραχτος — τάβανος — κλωσσοπούλι — μονότροπος |
|||